- εὐτέχνητος
- εὐτέχν-ητος, ον,A skilfully wrought, AP6.260 (Gemin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευτέχνητος — εὐτέχνητος, ον (Α) αυτός που είναι έντεχνα κατασκευασμένος, ωραία κατεργασμένος … Dictionary of Greek
εὐτέχνητον — εὐτέχνητος skilfully wrought masc/fem acc sg εὐτέχνητος skilfully wrought neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)